- κοντραμπασίστας
- ομουσικός που παίζει κοντραμπάσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντραμπάσο + κατάλ. -ίστας (πρβλ. κλαρινετ-ίστας, φλαουτ-ίστας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κουσεβίτσκι, Σεργκέι Αλεξάντροβιτς — (Sergej Alexandrovic Kusevickij, Βίσνι Βολοτσέκ 1874 – Βοστόνη 1951). Ρώσος διευθυντής ορχήστρας, συνθέτης και δεξιοτέχνης του κοντραμπάσου. Σπούδασε μουσική στη Μόσχα και στο Βερολίνο, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα του Άρθουρ Νίκις. Συμμετείχε… … Dictionary of Greek
Μπραμς, Γιοχάνες — (Jochannes Brahms, Αμβούργο 1833 – Βιέννη 1897). Γερμανός συνθέτης. Αποκάλυψε νωρίς μια εξαιρετική μουσική φύση και κάτω από τις οδηγίες του πατέρα του άρχισε να μελετά βιολί, πιάνο και σύνθεση. Από δέκα ετών άρχισε τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις … Dictionary of Greek